- σχερόν
- σχερόςin a linemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
ολοσχερής — ές (ΑΜ ὁλοσχερής, ές) ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειος («ολοσχερής καταστροφή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν» … Dictionary of Greek
σχερός — (I) ὁ, Α (μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ τού ρ. ἔχω* (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα ρός (πρβλ. κυδοός)]. (II)… … Dictionary of Greek